- μυλλάς
- μυλλάς και δ. γρφ. μυλάς, -άδος, ἡ (Α)εταίρα, πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, συνουσιάζομαι» + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαιν-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυλλάς — distort the mouth fem nom sg μυλλά̱ς , μυλλός awry fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλλας — μύλλᾱς , μυλλάω distort the mouth imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλλά — μυλλάς distort the mouth fem voc sg μυλλός awry neut nom/voc/acc pl μυλλά̱ , μυλλός awry fem nom/voc/acc dual μυλλά̱ , μυλλός awry fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… … Dictionary of Greek